- τιμωρηθείς
- τῑμωρηθείς , τιμωρέωto be an avengeraor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek